συγκαταπίμπρημι

συγκαταπίμπρημι
Α
καίω κάτι μαζί με άλλα («ὅσα ἐν οίκοδομαῑς ἰδιωτικὰ καὶ δημόσια πάντα συγκατεπίμπρατο>«, Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καταπίμπρημι «κατακαίω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”